ὀλίζων

ὀλίζων
ὀλίγος
little
masc/fem nom comp sg
ὀλιζόω
make less
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ὀλιζόω
make less
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ὀλιζών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… …   Dictionary of Greek

  • Ὀλιζῶνα — Ὀλιζών masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλιζῶνες — Ὀλιζών masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλιζῶνος — Ὀλιζών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλιζώνων — Ὀλιζών masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • ОЛИЗОН —    • Olīzon,          Όλιζών, приморский город фессалийской провинции Магнесия, напротив Артемисия, что на Эвбее. Ноm. Il. 2, 717. Strab. 9, 436 …   Реальный словарь классических древностей

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • ολείζων — ὀλείζων, ον (Α) βλ. ολίζων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”